- απειροστημόριο
- τοτο απειροελάχιστο μέρος ενός ποσού ή μεγέθους, το απειροστό.[ΕΤΥΜΟΛ. < απειροστός + μόριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άπειρο- — (I) [ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι). Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και σημαίνει αυτόν που δεν έχει πείρα, δεν γνωρίζει, έχει άγνοια ως προς ό,τι δηλώνει το β συνθετικό της λέξης πρβλ.… … Dictionary of Greek